Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωβήλη — κωβήλη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «βελόνη» 2. «σαρκικὴ μεῑξις, συνουσία» … Dictionary of Greek
κωβηλίνη — κωβηλίνη, ἡ (Α) [κωβήλη] (κατά τον Ησύχ.) «ἠπήτρια» … Dictionary of Greek